Μετά
Σε τούτη τη βαριά ζωή μου, που χρεώθηκα και χρέωνα τον εαυτό μου για να σύρω, πολλούς ανθρώπους συνάντησα.
Άλλους με μάτια ορθάνοιχτα λουσμένα φως,
κι άλλους με μάτια σφιγμένα πεισματικά σ’ αυτό που προκαλεί την όρασή τους.
Μοιάζουν σαν τόποι μες στη γη, πλημμυρισμένοι πράσινο,
ή με άλλους πιο ξερούς κι απ’ την απόγνωση.
Είδα σημαίες να κυματίζουν τον αέρα της ελευθερίας,
κι άλλες μεσίστιες και μόνες, αφημένες μια ζωή στην ενδεχόμενη απειλή του θανάτου.
Άγγιξα σώματα πολλά ανδρών και γυναικών,
κι όλα σαν να ήταν ίδια, μα τόσο διαφορετικά απ’ το δικό μου.
Περπάτησα δρόμους στρωμένους με άνοιξη,
και σε μονοπάτια δύσβατα ανάμεσα στα βράχια.
Με λούσαν κύματα χαράς κι ανέλπιστου καλού,
μα και κάποια κύματα άγρια, χωρίς συγχώρεση, με πέταγαν το ένα στ’ άλλο σαν να ήθελαν να με δείρουν, να με διώξουν, να με σώσουν.
Έζησα όνειρα πολλά.
Άλλα που με ταξίδεψαν, όνειρα που έσταζαν ζωή,
κι άλλα που με δοκίμαζαν κι έσταζαν αίμα και κραυγή.
Παιδιά γέννησα, και κράτησα, κι ανάθρεψα.
Κάποια από αυτά της μήτρας μου,
και άλλα κάποιας ξένης.
Μα όλα τους παιδιά μου.
Και τώρα πριν περάσω της ζωής το τελευταίο κατώφλι,
θέλω ίσως να πάρω μαζί μου όλα αυτά, ή ίσως θέλω να ξεχάσω.
Και είναι τόσο διάφορο το διάστημα ανάμεσα σε δυο ζωές,
και τόσο ακλόνητος ο χρόνος μέχρι το φως να ξαναδώ,
που μοιάζουν όλα τούτα σαν ποτέ να μην τα έζησα.
Και είνα τόσο δίπλα μου το άρωμα της νέας άνοιξης που χαιρετίζω,
που μοιάζει σαν εγώ να είμαι η άνοιξη.
Ανοίγω δυο φτερά που ασάλευτα σκονίζονται αιώνες
και μοιάζει σαν να μην έχει ούτε ένα λεπτό περάσει από την τελευταία φορά που πέταξα.
Κι αναρωτιέμαι….
Αν πετούσα πάντα….
Και οι άνθρωποι που γνώρισα ήταν απλώς πουλιά,
οι τόποι που ταξίδεψα ήτανε μόνο αιθέρας,
οι σημαίες που κοίταξα ήταν κι αυτές αστέρια…
μήπως τα σώματα που άγγιξα ήταν σύννεφα,
οι δρόμοι που περπάτησα ήταν δέσμες φωτός,
τα κύματα που με έλουζαν ήταν πνοές ανέμου,
τα όνειρα που έζησα ήτανε όλα σύμπαντα
και τα παιδιά που γέννησα ήταν στ’ αλήθεια τα φτερά μου,
κι εγώ βαριά απ’ το χρέος που φορτώθηκα δεν είχα μάτια να τα δω, παρά κοίταζα την αντανάκλασή τους μέσα στα υλικά μου μάτια.
Μα τώρα που κοιτώ μέσα απ’ τη στερνή μου πόρτα το φως τους δε με αφήνει να μην τα βλέπω πια…
Και πρέπει τα μάτια μου να ανοίξω διάπλατα,
να πλημμυρίσω πράσινο, να κυματίσω ελεύθερη, να γίνω ένα με τα σύννεφα.
Και θέλω να γίνω εγώ ο δρόμος της άνοιξης, ανέλπιστο καλό, ζωή να στάζω γύρω μου, και να ανοίξω τα φτερά μου….
Και από τούτη τη στιγμή για πάντα να πετάξω….
Ναταλία Παπαϊωάννου