Αρχή

Μέτρησα τα σύννεφα.
Πήγα ως στην άκρη του ουρανού και άγγιξα το άπειρο.
Έμαθα πόσες είναι οι πλευρές του κύκλου και πόσα είναι τα πρόσωπα που δείχνει ο καθρέφτης μου.
Περπάτησα την επίπεδη επιφάνεια της γης, κολύμπησα τις ξερές κι άγονες ερήμους, έφαγα σκόνη και αναφιλητά.
Προσπέρασα τη σκιά μου περισυλλέγοντας τις μητέρες μου και τους γιους μου από τις απέραντες θάλασσες, κι όμως….
Η θύμησή μου ακόμα αντιστεκόταν…
Ήθελε κάποτε να με αρνηθεί και τώρα που της ξέφευγα εγώ μ’ αγαπούσε λες σαν από πάντα…
Ρούφηξε με την ανάσα της όλο μου το αίμα… και με πέταξε στα χέρια του κενού.
Αφέθηκα…
Τι άλλο πια να κάνω παρά να αφεθώ…
Θέλησα έτσι να τελειώσω, να πάψω, κλείνοντας τις παλάμες μου σφιχτά, ψηλαφώντας με το βλέμμα μου το έδαφος, να βρω επιτέλους τη λύτρωση στη σύγκρουση….
Η μοίρα όμως είχε άλλα διαλέξει για μένα…
Μ’ άφησε να ελπίζω στην κατάληξη, και ένα, μονάχα ένα χτύπο πριν με πυρπόλησε….
Κάνοντας την εξόντωση να μοιάζει νέα αρχή…
Ύστερα έφυγε κι αυτή…
Είχε πια τελειώσει το έργο της. Δεν ήμουν πλέον μόνη.
Λίγα λεπτά μετά σηκώθηκα τινάζοντας τις στάχτες μου κι εκπνέοντας καπνούς ονείρων.
Είδα τριγύρω χρώματα…
Ήμουν ακόμα ζωντανή. Ήμουν στ’ αλήθεια εγώ…
Είχα μαζί τους φίλους μου. Και τους τέσσερις.
Σημεία. Στοιχεία. Άγγελοι . Δεν έχουν ένα όνομα.
Ήταν εκεί… ήμουν κι εγώ κι ήμουν στ’ αλήθεια ζωντανή… κι είπα θα συνεχίσω.
Ύστερα από τα θαύματα, οι θάνατοι, οι γέννες, οι αντοχές…
Ύστερα πάλι θαύματα, κι εξόντωση, και τέλος.
Ύστερα πάλι αρχή, αγώνες, βροχές και ψέματα.
Δώρα αμφίδρομα, μονόδρομες υποταγές, ικεσίες…
Μέσα μου όλα αυτά…
Γύρω από μένα τίποτα…
Κλειστά βλέφαρα σε πόρτες ανοιχτές, πίσω απ’ τα παράθυρα σιωπές, ρίγη από εποχές που σφάλισαν και ιδρώτας…
Ήθελα. Δεν είχα κουραστεί…
Ποτέ μου δεν κουράζομαι. Σε κανένα τέλος. Σε καμία αρχή.
Κοίταξα μες στα μάτια μου και έκπληκτη ανακάλυψα το μέγεθος της προσμονής….
Είναι να απορεί κανείς με την ευλυγισία της ψυχής του……..